άκαυτος

άκαυτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν κάηκε: Λίγα ξύλα τούς έμειναν άκαυτα.
2. αυτός που δεν μπορεί να καεί: Οι πυροσβέστες φορούν στολές άκαυτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄκαυτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκαυτος — η, ο βλ. άκαυστος …   Dictionary of Greek

  • ἄκαυτον — ἄκαυτος masc/fem acc sg ἄκαυτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαύτου — ἄκαυτος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαύτων — ἄκαυτος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκαυτα — ἄκαυτος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκαγος — η, ο ο άκαυτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + καίγω το θεματικό φωνήεν α οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τής λ. άκαυτος] …   Dictionary of Greek

  • άκαος — η, ο άκαγος, άκαυτος* …   Dictionary of Greek

  • άκαυστος — η, ο και άκαυτος, η, ο (Α ἄκαυστος, ον) 1. αυτός που δεν έχει πυρποληθεί, δεν έχει καεί 2. εκείνος που δεν μπορεί να καεί νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει πυρακτωθεί από τη φωτιά 2. μτφ. εκείνος που δεν έχει πάθει καμιά συμφορά 3. «άκαυτο μέλι» μέλι …   Dictionary of Greek

  • άκαγος — άκαγος, η, ο και άκαιγος, η, ο άκαυτος: Ευτυχώς ο πλάτανος είχε μείνει άκαγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”